κακοπέραση

κακοπέραση
η
το να περνά κανείς κακά: Από την κακοπέραση είναι πετσί και κόκαλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακοπέραση — και κακοπερασιά, ή [κακοπερνώ] φτωχική, στερημένη ζωή …   Dictionary of Greek

  • τσιγάρισμα — το, ατος 1. καβούρντισμα, ξεροτηγάνισμα. 2. μτφ., βασάνισμα, ταλαιπωρία, κακοπέραση: Τι τσιγάρισμα τράβηξα απ την γκρίνια του! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”